Sunday, November 29, 2009

179 / Υπεριώδες

Ένα τρένο περνά. Πρόσωπα θλιμμένα. Κοιτάζω στο τζάμι. Κοιτάζω εσένα. Τα μάτια σου, μάτια χαμένα. Τι έγινε η αγάπη που ένιωθες για μένα; Ψιθυρίζω το όνομά σου. Δε μ'ακούς; Κοιτάζεις τα τρένα που χάνονται, όπως χάνεσαι κι εσύ από μένα κι ένα δάκρυ κυλά, σα να θέλει να ξεφύγει, κι εσύ με φιλάς, με παγωμένα χείλη.Το ξημέρωμα με βρίσκει ξαπλωμένο στο χώμα, κοιτάζω τα αεροπλάνα που πετούν ακόμα. Κι ας μου έδινες τα φιλιά σκεφτομαι από δω να φύγω, θέλω να πετάξω μακριά πάνω από 'σένα, πάνω απ'τα σύννεφα, να δω το χρώμα του ουρανού από κοντά, τώρα άμα φύγω να μη σκέφτομαι αυτά, την αγκαλιά, τα φιλιά και σένα. Μα για να μη σε χάσω σε κρύβω σ' ένα στιχό και τα βράδια ακούω της καρδιάς σου τον ήχο και ενώ ταξιδεύουμε στο χρόνο αυτός μας ξεγελάει, στροβιλίζονται όλα γύρω μας και η σκέψη σου σκορπάει. Οι εποχές περνούν από πάνω μας. Ξεθωριάζει το όνομά σου. Οι αγγαλιές, τα δάκρυα και τα φιλιά σου. Τα αεροπλάνα που βλέπουμε μοιάζουν με τα όνειρα μας που χάθηκαν στα σύννεφα μα έμειναν μες την καρδιά μας.